ορθώνω

ορθώνω
(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [ορθός]
1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω
2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση
3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῡμαι, -όομαι
σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος
νεοελλ.
1. (η προστ. αορ.) όρθωσον
ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα κουπιά προς απονομή χαιρετισμού
2. φρ. «ορθώνω το ανάστημά μου» — αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι περήφανα και θαρραλέα
αρχ.
1. οικοδομώ, χτίζω, στήνω οικοδόμημα («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον», Ευρ.)
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
3. κάνω κάτι ευθύ, ισιάζω («ὀρθοῡν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», Αριστοτ.)
4. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, τροποποιώ κάτι προς το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», Ηρόδ.)
5. τιμώ, δοξάζω
6. κατευθύνω
7. χρησιμοποιώ την ονομαστική πτώση
8. μέσ. α) επιτυγχάνω, κατορθώνω
β) (για λόγο) είμαι αληθής, ορθός
9. παθ. ευτυχώ, ακμάζω
10. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀρθούμενον
η επιτυχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορθώνω — ορθώνω, όρθωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ορθώνω — όρθωσα, ορθώθηκα, ορθωμένος 1. κάνω κάτι να μείνει ή να σταθεί όρθιο, αλλ. σηκώνω, στήνω: Οι επαναστάτες όρθωσαν οδοφράγματα. 2. μτφ., αντιστέκομαι, επαναστατώ: Όρθωσε το ανάστημά του στις απειλές. 3. μέσ., ορθώνομαι στέκομαι όρθιος, σηκώνομαι,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακταίνω — ἀκταίνω (Α) (στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36) σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος… …   Dictionary of Greek

  • ανακεφαλώνω — 1. ορθώνω, υψώνω το κεφάλι 2. αναλαμβάνω οικονομικά, γίνομαι κάτοχος περιουσίας 3. αναλαμβάνω σωματικά, αναρρώνω, συνέρχομαι 4. (για χρέος, τού οποίου οι τόκοι εξισώνονται με το κεφάλαιο) διπλασιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κεφαλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ανορθώνω — (AM ἀνορθῶ όω) 1. ορθώνω πάλι, στήνω πάλι όρθιο, ανοικοδομώ, αναστηλώνω, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη του κατάσταση, στην πρώτη ακμή, αποκαθιστώ αρχ. 1. κρατώ όρθιο, υποβαστάζω 2. διορθώνω, επανορθώνω …   Dictionary of Greek

  • εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά …   Dictionary of Greek

  • ενορθιάζω — ἐνορθιάζω (Α) [ορθιάζω] ορθώνω, υψώνω …   Dictionary of Greek

  • επανορθώνω — (AM ἐπανορθῶ, όω) [ορθώνω] 1. ανορθώνω κάτι που έπεσε, στήνω όρθιο, ξαναστήνω, επανιδρύω («τὰ ἱερά ἐπανορθώσας», πάπ.) 2. επαναφέρω στην προηγούμενη καλή κατάσταση («τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως... ἐπανορθώσαντες», Θουκ.) 3. μτφ. διορθώνω… …   Dictionary of Greek

  • επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μηκύνω — (ΑΜ μηκύνω, Α δωρ. τ. μακύνω) [μήκος] μεγεθύνω κατά μήκος, μακραίνω, επιμηκύνω («τὸ μὲν γὰρ ἀναγκάζεσθαι περαιτέρω τοῡ μετρίου μηκύνειν τὰς ὁδοὺς χαλεπόν», Ξεν.) μσν. αρχ. μέσ. μηκύνομαι αυξάνομαι, μεγαλώνω αρχ. 1. αυξάνω τη χρονική διάρκεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”